- πλαγιότιτλος
- οτίτλος που δεν είναι τοποθετημένος πάνω, αλλά πλάι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλαγιότιτλος — ο, Ν τίτλος κειμένου εφημερίδας ή άλλου εντύπου, συμπληρωματικός τού κυρίως τίτλου, ο οποίος τίθεται παραπλεύρως, πάνω αριστερά ή κάτω δεξιά από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τίτλος] … Dictionary of Greek